- περιαμυσσω
- περιαμύσσωπερι-ᾰμύσσωатт. περιᾰμύττω терзать со всех сторон
(τὸν νοῦν Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὸν νοῦν Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
περιαμύσσω — αττ. τ. περιαμύττω, Α κάμνω αμυχές σε όλα τα μέρη κάποιου, γρατσουνίζω κάποιον παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀμύσσω «ξεσχίζω, γρατσουνίζω»] … Dictionary of Greek
περιαμύττον — περιαμύσσω prick pres part act masc voc sg (attic) περιαμύσσω prick pres part act neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαμύξας — περιαμύξᾱς , περιαμύσσω prick aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)